- θρηνώδης
- ης, ες скорбный, жалобный, печальный, траурный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρηνώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) θρηνώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) θρηνώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνώδης — ες (ΑΜ θρηνώδης, ες) [θρήνος] αυτός που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, θρηνητικός («θρηνώδη άσματα») αρχ. 1. (για πρόσ.) επιρρεπής σε θρήνο 2. φρ. «τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς» ψυχική διάθεση για θρήνο. επίρρ... θρηνωδώς (ΑΜ θρηνωδῶς) με… … Dictionary of Greek
θρηνώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, θρηνητικός, κλαψιάρικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρηνωδέστερον — θρηνώδης adverbial comp θρηνώδης masc acc comp sg θρηνώδης neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνώδει — θρηνώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θρηνώδης masc/fem/neut dat sg θρηνώδεϊ , θρηνώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνώδη — θρηνώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θρηνώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θρηνώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνῶδες — θρηνώδης masc/fem voc sg θρηνώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνώδεις — θρηνώδης masc/fem acc pl θρηνώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνωδῶν — θρηνώδης masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνωδῶς — θρηνώδης adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνώδεσι — θρηνώδης masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)